μίνιο

μίνιο
το
(λ. λατ.), μολυβδούχα χρωστική ουσία κόκκινου χρώματος, το οξείδιο του μολύβδου: Περάσαμε τα κάγκελα με μια στρώση μίνιο για να μη σκουριάσουν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μίνιο — και μίνυο, το (Α μίνιον) νεοελλ. (χημ. τεχνολ.) 1. η πορτοκαλέρυθρη χρωστική ύλη η οποία αποτελείται κατά 80% περίπου από επιτεταρτοξείδιο τού μολύβδου, έχει μορφή κόκκινης τοξικής σκόνης, πολύ μεγάλης πυκνότητας, χαρακτηρίζεται από ικανοποιητική …   Dictionary of Greek

  • αμιαντοτσιμέντο — Μείγμα τσιμέντου και αμιάντου, που απονέμεται με μεγάλη πίεση σε διαδοχικά επάλληλα στρώματα πολύ μικρού πάχους, ώσπου να σχηματιστούν επίπεδες ή κυματοειδείς πλάκες, σωλήνες, στοιχεία σύνδεσης (ρακόρ) κλπ. Στο εμπόριο, το α. κυκλοφορεί με… …   Dictionary of Greek

  • μινιογραφία — και μινυογραφία, η 1. η τέχνη τής ζωγραφικής με μίνιο, κυρίως, μικρής εικόνας σε χειρόγραφο και η διακόσμηση προμετωπίδων, επιτίτλων, αρχικών γραμμάτων με διάφορα συμβολικά ή μη σχήματα 2. εικόνα ή διακοσμητικό μοτίβο αυτής τής τεχνικής, η… …   Dictionary of Greek

  • Κανταβρικά ή Καντάβρια Όρη — (Cordillera Cantabrica). Οροσειρά (2.678 μ.) στο βόρειο τμήμα της Ιβηρικής χερσονήσου, που εκτείνεται περίπου 420 χλμ. με κατεύθυνση από τα Δ προς τα Α. Η ονομασία του προέρχεται από τους Καντάβριους, τους αρχαίους κατοίκους της περιοχής. Το… …   Dictionary of Greek

  • αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων …   Dictionary of Greek

  • γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… …   Dictionary of Greek

  • ιπποδρόμος — Το συγκρότημα των εγκαταστάσεων που προορίζονται για τις ιπποδρομίες, για τους αγώνες καλπασμού ή τροχασμού και περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους στίβους, χώρο για το κοινό που διαιρείται σε θέσεις, γραφεία για τους κριτές και το προσωπικό,… …   Dictionary of Greek

  • ιππόδρομος — Το συγκρότημα των εγκαταστάσεων που προορίζονται για τις ιπποδρομίες, για τους αγώνες καλπασμού ή τροχασμού και περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους στίβους, χώρο για το κοινό που διαιρείται σε θέσεις, γραφεία για τους κριτές και το προσωπικό,… …   Dictionary of Greek

  • μίνυο — το βλ. μίνιο …   Dictionary of Greek

  • μπράγκα — (Braga). Πόλη (114.500 κάτ.) της Πορτογαλίας κοντά στο νομό Μίνιο. Είναι από τις σημαντικές εμπορικές και βιομηχανικές πόλης της Πορτογαλίας. Έχει βιομηχανίες κοσμημάτων, κλωστοϋφαντουργίας, ειδών κάνναβης, πυροβόλων όπλων και μαχαιριών. Η εύφορη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”